γνώση

γνώση
I
Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του προσιδιάζει μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε γνώρισμα –ένα γεγονός, ένας όρος, μια εννοιολογική ιδιότητα, μια υπαγωγή σε κανόνα κλπ.– με το οποίο το αντικείμενο μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ο χαρακτήρας ενός αντικειμένου από τα γνωρίσματά του μπορεί να γίνει μόνο με την ένταξη του αντικειμένου σε ένα σχήμα αναφοράς, που μας επιτρέπει να το ταξινομήσουμε, να το ξεχωρίσουμε και να το συνδέσουμε με άλλα αντικείμενα ή τάξεις αντικειμένων. Από την ερμηνεία αυτού του σχήματος αναφοράς προέρχονται, σε τελευταία ανάλυση, οι θεμελιώδεις επιλογές σε σχέση με τη γ. Στην ιστορία της φιλοσοφίας η γ. θεωρήθηκε πάντοτε ως μια δυνατότητα εξασφαλισμένη σε όλους, ως κάτι το αδύνατο ή κάτι το δυνατό σε καθορισμένες συνθήκες.
η ασφαλής γ.Σύμφωνα με τις φιλοσοφικές θεωρίες που θέλησαν να δώσουν μία απόλυτη βεβαιότητα στη γ., το σχήμα αναφοράς στο οποίο έχουν ενταχθεί τα αντικείμενα προϋποτίθεται πως είναι μία ενιαία και αναγκαία τάξη που μπορεί να ερμηνευτεί ως: α) αντικείμενο, β) υποκείμενο, γ) ούτε αντικείμενο ούτε υποκείμενο.
Στον Αριστοτέλη ανάγονται οι διατυπώσεις των πιο σημαντικών θέσεων της θεωρίας η οποία παρουσιάζει τη γ., ως τη συνειδητοποίηση από μέρους του ανθρώπου της μοναδικής, αναγκαίας και αντικειμενικής τάξης των αντικειμένων. Ήδη ο Πλάτων είχε υποστηρίξει ότι το αντικείμενο της γ. είναι το είναι και το είναι για τον Πλάτωνα αποτελούσε ουσιαστικά τάξη. Ο υψηλότερος βαθμός της γ. είναι εκείνος που κατορθώνει να συλλάβει την τάξη του αντικειμένου κατά τον πληρέστερο και γενικότερο τρόπο, χρησιμοποιώντας τον μικρότερο δυνατό αριθμό προϋποθέσεων. Ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει αυτήν την τάξη εξομοιώνοντας αυτό που συμβαίνει μέσα στην ψυχή του με την κίνηση του σύμπαντος, η οποία αναπαράγει την κοσμική τάξη.
Ο Αριστοτέλης πήρε αυτές τις θέσεις και επεξεργάστηκε μια αυστηρή δογματική. Σύμφωνα με αυτόν «η ψυχή είναι από μια άποψη όλα τα πράγματα». Η αισθητική ψυχή ταυτίζεται με τα αισθητά πράγματα και η νοητική ψυχή ταυτίζεται με τα νοητά πράγματα. Η ταυτότητα όμως αυτή δεν πρέπει να εννοηθεί ως ταυτότητα ψυχής και πράγματος το οποίο λαμβάνεται με οποιαδήποτε έννοια, αλλά ως ταυτότητα ψυχής και μορφής (αισθητής ή νοητής) του πράγματος. Το πράγμα, ως αντικείμενο της γ., είναι συνεπώς η μορφή, δηλαδή η διάταξη των ιδιοτήτων που το συνιστούν, η διάταξη εκείνη που επιτρέπει και την τοποθέτηση των πραγμάτων σε μια ιεραρχία γενών και ειδών. Με την έννοια αυτή, το αληθινό αντικείμενο της γ. είναι η τάξη που αποτελεί την ουσία των πραγμάτων και του σύμπαντος. Ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη γ. γιατί η ψυχή του μπορεί να ταυτιστεί με την τάξη αυτή, χάρη στην αρχική συγγένεια μεταξύ της ψυχής, που είναι μορφή του σώματος, και αυτής της τάξης, που είναι μορφή των πραγμάτων. Η γ. είναι έτσι προσδιορισμός όλων των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του αντικειμένου, αφού είναι γ. μιας τέλειας και ολοκληρωμένης τάξης, όπως εκείνη που αποτελεί την ουσία και η δυνατότητα της εξασφαλίζεται στον άνθρωπο, επειδή είναι θεμελιωμένη πάνω σε μια διαδικασία ταύτισης, που στηρίζεται σε μια αρχική συγγένεια η οποία υφίσταται μεταξύ της ψυχής και του αντικειμένου της γνώσης.
Η αριστοτελική θεωρία παραμένει πρότυπο που επαναλαμβάνεται σε μεγάλη έκταση στην αρχαία, στη μεσαιωνική και στη σύγχρονη σκέψη. Στη χριστιανική φιλοσοφία, η οποία ανήγαγε την τάξη του είναι στη θεότητα, η βάση της γ. παρουσιάζεται κυρίως ως αρχική συγγένεια μεταξύ της ψυχής και του θεού· στην Αναγέννηση, το αριστοτελικό θέμα εμφανίστηκε συχνά με τη νεοπλατωνική μορφή, που θεωρεί τον άνθρωπο ως καθρέφτη ολόκληρου του σύμπαντος.
Μια δεύτερη οικογένεια φιλοσοφικών θεωριών συγκεντρώνεται γύρω από την άποψη ότι η τάξη στην οποία τοποθετείται το αντικείμενο της γ. είναι υποκειμενική. Η άποψη αυτή έχει την αρχή της στους στωικούς, για τους οποίους το βασικό στοιχείο της γ. είναι η καταληπτική παράσταση. Είναι ένα σημάδι που αποτυπώνει το πράγμα, μια αλλοίωση που δημιουργεί το πράγμα στην ψυχή, σημείο αναμφισβήτητο της παρουσίας του πράγματος. Η καταληπτική παράσταση είναι η βασική απόδειξη που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι δύσκολο να ειπωθεί αν για τους στωικούς η καταληπτική παράσταση είναι ή δεν είναι όμοια με το πράγμα: ασφαλώς συνδέεται με την ουσιαστική παρουσία του πράγματος και απεικονίζεται ανάλογα με τη φύση της ανθρώπινης ψυχής που τη δέχεται. Είναι βέβαιο όμως ότι ο πρωταρχικός χαρακτήρας της καταληπτικής παράστασης είναι σχετικός με τη φύση της ανθρώπινης ψυχής. Ξεκινώντας από την καταληπτική παράσταση, ο άνθρωπος οικοδομεί ένα σύνολο εννοιών, είτε δίνοντας έκταση με αναλογικές και συνθετικές διαδικασίες στα βασικά δεδομένα, είτε εντάσσοντας τα δεδομένα σε λογικές σχέσεις. Από την ένταση των σαφών δεδομένων στις λογικές σχέσεις, επιτυγχάνονται κατόπιν οι ενδείξεις που επιτρέπουν να επεκταθεί η γ. πέρα από την περιοχή της άμεσης μαρτυρίας. Η γ. αποδεικνύεται έτσι ως μία τάξη που οικοδομεί ο άνθρωπος ξεκινώντας από την αισθητή μαρτυρία και υπό την καθοδήγηση του λογικού, η οποία δεν έχει καμιά αναγκαία ομοιότητα με την τάξη των πραγμάτων και εξαρτάται από την υποκειμενική φύση των στοιχειωδών δεδομένων που την αποτελούν. Αυτό που εξασφαλίζει στη γ. τον χαρακτήρα μιας τάξης και συγχρόνως τη θέτει στη διάθεση του ανθρώπου, είναι το γεγονός ότι η οικοδόμησή της κατευθύνεται από το λογικό που κυβερνά τον κόσμο του ανθρώπου και των πραγμάτων.
Η στωική θεωρία διαδόθηκε ευρύτατα στον Μεσαίωνα, συχνά σε συνάρτηση με την αριστοτελική διδασκαλία προκαλώντας μια επανεκτίμηση της υποκειμενικής συνεισφοράς στην οικοδόμηση της γ. Το ρεύμα όμως αυτό έφτασε σε όλη του την αποτελεσματικότητα μόνο με την εγκατάλειψη της θεωρίας της γ. που στηριζόταν στην αριστοτελική διδασκαλία και με την αντικατάστασή της με τις νομιναλιστικές θεωρίες. Από τον 17o αι. και μετά, η θεωρία αυτή αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέματα της σύγχρονης φιλοσοφίας, με την ένταξή της στην καρτεσιανή θεωρία των ιδεών. Για τον Ντεκάρ (Καρτέσιος), το αντικείμενο της γ. είναι η ιδέα, που είναι το άμεσο αντικείμενο της σκέψης και προσδιορίζεται μόνο ως οντότητα της σκέψης. Οι ιδέες που μπορούν να σχηματιστούν με διαφορετικούς τρόπους, έως το σημείο να αποτελούν έννοιες περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετες συνδέονται σε μια μοναδική και αναγκαία τάξη, σύμφωνα με το βασικό κριτήριο της λογικής απόδειξης. Με τον Ντεκάρ όμως, προβάλλει μια νέα άποψη αυτής της προβληματικής της γ. Η γ. είναι μια μοναδική, αναγκαία και υποκειμενική τάξη, και το αντικείμενο της γ. είναι από τη φύση του στη διάθεση του ανθρώπου: αυτό δεν καταργεί το πρόβλημα της ύπαρξης μιας αντικειμενικής τάξης και της θέσης της στη διάθεση του ανθρώπου. Πράγματι, ενώ για τις θεωρίες αριστοτελικού τύπου το αντικείμενο της γ. αποτελείται ουσιαστικά από την τάξη, εδώ η τάξη είναι μεταγενέστερη από το αντικείμενο και τίποτα δεν εμποδίζει να είναι η υποκειμενική τάξη διαφορετική από την τάξη στην οποία θα μπορούσε να εμφανιστεί το πράγμα από το οποίο αυτή προέρχεται.
Ο Ντεκάρ έλυσε το πρόβλημα αυτό, προσφεύγοντας σε ένα μέσο της στωικής φιλοσοφίας: αντικειμενική τάξη και υποκειμενική τάξη προέρχονται από έναν και μόνο θείο δημιουργό, που εγγυάται την αντιστοιχία του ενός με το άλλο. Από τη στιγμή αυτή, το πρόβλημα της γ. γίνεται –στις φιλοσοφίες που προϋποθέτουν μια μοναδική, αναγκαία και υποκειμενική τάξη– πρόβλημα της αντιστοιχίας μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής τάξης.
Μια πρώτη λύση του προβλήματος αυτού είναι η αποδοχή της λύσης που πρότεινε ο Ντεκάρ: τη θεία εγγύηση της γ. υποκαθιστά μια μοναδική ουσία που εκδηλώνεται ως τάξη υποκειμενική και τάξη αντικειμενική (Σπινόζα) ή μια μοναδική τάξη που είναι υποκειμενική και αντικειμενική (Λάιμπνιτς). Μια δεύτερη λύση είναι η απόρριψη οποιασδήποτε προσφυγής στην αντικειμενική τάξη και στην παρουσίαση μόνο των εσωτερικών χαρακτηριστικών της υποκειμενικής τάξης που θεωρείται όργανο πρακτικού προσανατολισμού· στην κατεύθυνση αυτή ο Χομπς επανέλαβε μερικές θέσεις της κλασικής στωικής φιλοσοφίας. Από τη θέση του Χομπς γεννήθηκαν οι λύσεις που έφτασαν έως το σημείο να αρνούνται την αφετηρία της οικογένειας αυτής των θεωριών, ότι δηλαδή υπάρχει μία μοναδική τάξη. Η τρίτη λύση, που την υποστήριξε ο Καντ, συνίσταται στο να θεωρείται χωρίς νόημα το πρόβλημα μιας αντικειμενικής τάξης η οποία δεν θα εμφανιζόταν ως η ίδια η υποκειμενική τάξη, ικανή να ανταποκριθεί στους όρους της μοναδικότητας και της αναγκαιότητας.
Παράλληλα με αυτές τις ερμηνείες της γ. ως υποκειμενικής τάξης, που όλες –από τους στωικούς και μετά– προϋποθέτουν την ύπαρξη αντικειμενικών συνθηκών που επενεργούν κατά κάποιο τρόπο πάνω στη γ., υπάρχει μια άλλη οικογένεια φιλοσοφικών θεωριών, οι οποίες εννοούν τη γ. ως μοναδική τάξη, αναγκαία και υποκειμενική, αλλά καταργούν το πρόβλημα των αντικειμενικών όρων της τάξης αυτής, με την υποστήριξη της θέσης ότι η υποκειμενική τάξη δημιουργεί την αντικειμενική τάξη και ότι το υποκείμενο δημιουργεί το αντικείμενο. Η θέση αυτή, που χαρακτηρίζει τον ρομαντικό ιδεαλισμό, βρήκε τη μέγιστη έκφραση της στον Χέγκελ και την επανέλαβε ο νεοϊδεαλισμός ανάμεσα στο τέλος του 19ου και στο πρώτο μισό του 20ού αι. Η ιδεαλιστική θέση είναι η ακριβώς αντίθετη με την αριστοτελική: ενώ για τον Αριστοτέλη η γ. ήταν ταύτιση με μια τάξη που ήδη προϋπάρχει, για τον ιδεαλισμό η γ. είναι η δημιουργία των αντικειμένων και της τάξης που τα αποτελεί· στο μέσο βρίσκονται οι θέσεις που θεωρούν τη γ. ως διάταξη υποκειμενικών δεδομένων, δηλαδή κάποιων δοσμένων αντικειμένων.
Η τρίτη οικογένεια φιλοσοφικών θεωριών, που ερμηνεύουν τη γ. ξεκινώντας από την προϋπόθεση μιας μοναδικής και αναγκαίας τάξης, χαρακτηρίζεται από τη θέση ότι η τάξη αυτή δεν είναι ούτε υποκειμενική ούτε αντικειμενική. Γενικά η τάξη από την οποία αποτελείται η γ. χαρακτηρίζεται στην περίπτωση αυτή ως λογική τάξη. Ο χαρακτηρισμός της γ. ως μη υποκειμενικής ούτε αντικειμενικής προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον Μαχ και υποστηρίχτηκε σε μεγάλη κλίμακα από τη φιλοσοφία της σύγχρονης επιστήμης, κυρίως από τον κύκλο της Βιέννης. Ο αυστηρότερος όμως θεωρητικός της γ. ως μοναδικής και αναγκαίας τάξης, που δεν είναι αντικειμενική ούτε υποκειμενική, αλλά λογικο-γλωσσική, ήταν ο Βιτγκενστάιν στο Tractatus logico philosophicus.Για τον λογικο-κλασικό νεοθετικισμό, η γ. συνίσταται σε συστήματα προτάσεων, μερικές από τις οποίες απεικονίζουν άμεσα την πραγματικότητα, κατά το ότι έχουν την ίδια δομή, ενώ άλλες χρησιμεύουν μόνο για το πέρασμα από τη μία πρόταση στην άλλη. Σε κάθε περίπτωση η τάξη που αποτελεί τη γ., και αν ακόμα μπορεί να είναι ισόμορφη με την τάξη της πραγματικότητας, είναι τάξη λογικο-γλωσσική και όχι τάξη που αποτελείται από τον υποκειμενικό συντονισμό υποκειμενικών δεδομένων. Οι όροι της λογικής τάξης μπορούν να είναι οποιαδήποτε αντικείμενα, και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις οφείλουν να είναι αισθητά δεδομένα με την έννοια που δίνει ο Μαχ.
η αδύνατη γ.Όταν η γ. θεωρείται ως ένταξη σε μια μοναδική και αναγκαία τάξη, αλλά γίνεται αποδεκτό ότι η τάξη αυτή δεν είναι προσιτή στον άνθρωπο, φτάνουμε στον σκεπτικισμό. Ο σκεπτικισμός υποθέτει ότι η μόνη μορφή γ. είναι ο σχηματισμός μίας μοναδικής και αναγκαίας τάξης, υποστηρίζει όμως επίσης ότι η τάξη αυτή δεν είναι προσιτή στον άνθρωπο. Τη μορφή αυτή της γ. υποστήριξε μόνο ο Πύρρων ο Ηλείος.
η δυνατή γ. Μια άλλη θέση της θεωρίας της γ. ξεκινά από την άρνηση της αντίληψης ότι η γ. είναι η ένταξη ενός αντικειμένου σε μία μοναδική και αναγκαία τάξη.
Η άρνηση αυτή πλησιάζει στην ερμηνεία της γ. ως υποκειμενικής όταν με τον Λοκ η γ. προσδιορίζεται ως κατανόηση της συμφωνίας ή ασυμφωνίας μεταξύ ιδεών. Οι σχέσεις συμφωνίας και ασυμφωνίας μπορούν να είναι διάφορες και, επειδή δεν είναι άμεσα προσιτή μια τάξη πραγμάτων με την οποία μπορεί να παραβληθεί η τάξη των ιδεών, οι δυνατές τάξεις των ιδεών είναι πολυάριθμες. Κατά πρώτο λόγο οι ιδέες μπορούν να διαταχθούν, εάν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες της γένεσής τους ή χωρίς να ληφθούν υπόψη: στην πρώτη περίπτωση έχουμε την αποδεικτική γ. (μαθηματική και ηθική), στη δεύτερη την εμπειρική γ. Στη δεύτερη όμως αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η διάταξη κατά έναν και μόνο τρόπο, που να μπορεί να διεκδικεί ότι αντανακλά οριστικά την τάξη της πραγματικότητας. Τις θέσεις του Λοκ ακολούθησε ο Χιουμ, ο οποίος κωδικοποίησε τη διάκριση ανάμεσα σε γ. ιδεών και γ. ιδεών και γ. γεγονότων. Mε αυτό όμως, η ερμηνεία της γ. ως τάξης αντιμετώπιζε κρίση, γιατί γεννιόταν μια πολλαπλότητα τάξεων, που η εκλογή μεταξύ τους εξαρτιόταν όχι από αυτές, αλλά από τις συνθήκες που τις έκαναν δυνατές και τις οποίες θα όφειλαν να ικανοποιήσουν.
Αυτή ήταν ακριβώς η λύση στην οποία έφτασε ο Καντ, ο οποίος παρουσίαζε ακόμα τη γ. ως οικοδόμηση μιας τάξης υποκειμενικής, που εκλαμβάνεται όμως όχι ως η μοναδική τάξη, δυνατή καθαυτή, αλλά ως η μοναδική τάξη, δυνατή σε σχέση με καθορισμένες συνθήκες. Σε ανάλογη κρίση άρχισε να οδηγεί και η φιλοσοφική θεωρία που προήλθε από την προϋπόθεση ότι η γ. είναι μια τάξη ούτε αντικειμενική ούτε υποκειμενική. Με την αναγνώριση του συμβατικού χαρακτήρα της λογικής, η οικοδομημένη πάνω στη λογική τάξη γ. παρουσιαζόταν όχι πια ως τάξη μοναδική αλλά ως πολλαπλότητα τάξεων.
το πρόβλημα της γ. στη σύγχρονη φιλοσοφία. Στη σύγχρονη φιλοσοφία η ιδέα της πολλαπλότητας, και κυρίως της ανομοιότητας των γνωστικών τάξεων, έγινε ευρύτατα αποδεκτή, έως το σημείο να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη της γ. ως ενιαίου προβλήματος. Η φαινομενολογία επανατοποθέτησε το πρόβλημα της γ. αφού δέχτηκε αρχικά τη δυνατότητα στο αντικείμενο να γνωστοποιηθεί ή να δοθεί έξω από οποιαδήποτε αντικειμενική τάξη ή τάξη που αφορά δεδομένα αποκλειστικά υποκειμενικά, και αφού παραδέχτηκε μόνο την αξία των προσιτών μεθόδων, οι οποίες εξάλλου εξαρτώνται κανονικά από την προσφορά του αντικειμένου.
Με την απόρριψη των θέσεων της ταύτισης του υποκειμένου με την αντικειμενική τάξη ή της δημιουργίας του αντικειμένου από μέρους του υποκειμένου, η σύγχρονη φιλοσοφία παραιτήθηκε από την ερμηνεία της γ. ως ολοκληρωτικής διαδικασίας του αντικειμένου και προσδιορισμού του σε όλα του τα γνωρίσματα. Η σύγχρονη όμως φιλοσοφία εγκατάλειψε επίσης και την ιδέα ότι, επειδή το αντικείμενο αποκαλύπτεται από χωριστά και περιορισμένα δεδομένα, αυτό που προσφέρεται από το αντικείμενο συλλαμβάνεται στον κλειστό κόσμο του υποκειμένου, εξαφανίζοντας έτσι το πρόβλημα της αντιστοιχίας μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Η γ. δεν μπορεί πια να θεωρείται ως ανασυγκρότηση και ολοκληρωτική οικοδόμηση του αντικειμένου, αλλά ως ανακάλυψη του αντικειμένου, με τη χρησιμοποίηση μεθόδων που προσαρμόζονται στις συνθήκες στις οποίες το αντικείμενο παρουσιάζεται με τη συγκρότηση χωριστών σχημάτων αναφοράς, που χρησιμεύουν στο να τοποθετούν σε διάταξη τα δεδομένα, αλλά τα οποία δεν έχουν τίποτα κοινό με τάξεις που υποτίθεται ότι δίνουν μια ολοκληρωτική συστηματοποίηση όλων των δυνατών αντικειμένων. Στην προβληματική της γ. έρχονται σε πρώτο πλάνο οι συνθήκες μέσα στις οποίες παρουσιάζεται το αντικείμενο και με βάση τις οποίες πρέπει να εφαρμόζονται οι μέθοδοι επαλήθευσης.
Οι συνθήκες της γ. αποτελούσαν ήδη θέμα της καντιανής φιλοσοφίας· σήμερα όμως το θέμα αυτό επανήλθε στην επιφάνεια ανεξάρτητα από οποιαδήποτε γενική θεωρία για το αντικείμενο και το υποκείμενο της γ. Το αντικείμενο της γ. εννοείται γενικά ως μια κατάσταση αβέβαιη ή απροσδιόριστη ή ως μια δυνατότητα της οποίας χρειάζεται να βρούμε την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση, δηλαδή ως ένα πρόβλημα με τη δυνατή λύση του. Και το υποκείμενο της γ. εννοείται ως το υποκείμενο που χρησιμοποιεί τις μεθόδους. Με βάση τις αντιλήψεις αυτές είναι φανερό ότι δεν είναι πια δυνατό να διατυπωθεί μια γενική θεωρία της γ. η οποία να στηρίζεται σε μια γενική θεωρία του υποκειμένου και του αντικειμένου της γ. και να εμφανίζει τη γ. ως το αποτέλεσμα κάποιας αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός υποκειμένου και ενός αντικειμένου που προϋπάρχουν. Η προβληματική της γ. κατακερματίστηκε στη μεθοδολογική προβληματική των χωριστών περιοχών της γ., οι οποίες παρουσιάζονται ολοένα και περισσότερο ως όργανα προσανατολισμού σε κατηγορίες καταστάσεων σαφώς καθορισμένες και όχι ως τμήματα μιας καλής και μόνης σκέψης που αποβλέπει να δώσει μια ενιαία εικόνα του κόσμου. Στον πραγματιστικό και προσανατολιστικό αυτόν ρόλο της γνώσης, στον τεχνικό ενεργό χαρακτήρα της επέμειναν ο πραγματισμός και –αφού εγκατέλειψε τελικά όλες τις προηγούμενες θεωρητικές νοσταλγίες της φαινομενολογίας– ο υπαρξισμός.
Η εικόνα, εξάλλου, του γιγνώσκοντος υποκειμένου την οποία χρησιμοποίησαν πάντοτε οι φιλοσοφίες της γ., εξουδετερώθηκε από τη σύγχρονη επιστήμη. Η σύγχρονη ψυχολογία, με τη σχολή της συμπεριφοράς και τη μορφολογική ψυχολογία έπαψε να αναφέρεται σε υποκείμενο που στην αρχή αισθάνεται παθητικά και έπειτα κρίνει ή κατανοεί ενεργά, αλλά προτιμά να αναφέρεται σε έναν οργανισμό που προσανατολίζεται σε μια κατάσταση. Η ψυχανάλυση τροποποίησε ουσιαστικά την παραδοσιακή έννοια της γ. αφαιρώντας από αυτή τον ρόλο της πάντοτε αξιόπιστης και προνομιούχας μαρτυρίας. Η λογική παρουσίασε σχήματα συλλογισμού που δεν ανήκουν πια στις παραδοσιακές ερμηνείες. Η μεθοδολογία των πειραματικών επιστημών παρουσίασε όργανα παρατήρησης με ιδιαίτερη προβληματική, η οποία αφαίρεσε κάθε νόημα από την ερμηνεία της παρατήρησης και του πειράματος που γίνεται με τις αισθήσεις.
Με αυτά όμως τα δεδομένα, ο ορισμός ότι η γ. είναι η δυνατότητα απόδοσης σε κάθε αντικείμενο, των χαρακτηριστικών που του αρμόζουν, δεν σημαίνει πια ότι δίνεται η αφετηρία σε μια γενική θεωρία της γ. Οι λέξεις αυτού του ορισμού αποκτούν σημασία μόνο σε ειδικούς τομείς, γιατί δεν είναι πια δυνατή η προσφυγή σε μία μοναδική τάξη ή σε μία οικογένεια τάξεων, που να οικοδομούνται σε ομοιογενή δεδομένα. Οι γενικεύσεις δεν μπορούν να εκτοπίσουν την ανομοιότητα των μεθόδων, οι οποίες εξαρτώνται από τις ανομοιότητες των καταστάσεων και από τον τρόπο με τον οποίο επιδιώκεται η αξιοποίησή τους. Τα σχήματα αναφοράς, στα οποία εντάσσονται τα αντικείμενα, ακριβώς επειδή είναι σχετικά με τα αντικείμενα, δεν μπορούν να αποξενωθούν από τις ανομοιότητες των μεθόδων και των καταστάσεων. Η φιλοσοφία, αν θέλει να αντιμετωπίσει το σύνολο των προβλημάτων που συνδέονται με τη γ., πρέπει να κατορθώσει να συμβάλει με διασαφηνίσεις που θα αναφέρονται στην ουσία των ειδικών μεθοδολογιών. Και μπορεί να ικανοποιήσει το ενδιαφέρον της για τις ευρύτερες γενικεύσεις, μόνο με την επεξεργασία μεθόδων διερεύνησης και κριτικής των απατηλών γενικεύσεων, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τις μεθοδολογικές διαφορές που χαρακτηρίζουν τη γνώση.
Προμετωπίδα του «Λόγου περί της μεθόδου» του Ντεκάρ· από τις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες για τη γνώση, η καρτεσιανή θέτει ως αντικείμενο την ιδέα.
Προσωπογραφία του Γερμανού φιλόσοφου Καντ· η καντιανή θεωρία για τη γνώση εγκαινιάζει την κρίση σε ό,τι αφορά το ενιαίο της έννοιας.
Κατά την αριστοτελική θεωρία, η γνώση αντιπροσωπεύει την οικειοποίηση από μέρους του ανθρώπου της μοναδικής και αναγκαίας τάξης των αντικειμένων. Ο ναός αυτός είναι συνεπώς γνωστός ως τέτοιος, επειδή αντιλαμβανόμαστε τη μορφή του, δηλαδή τη διάταξη των ιδιοτήτων του.
Κατά την αριστοτελική θεωρία, η γνώση αντιπροσωπεύει την οικειοποίηση από μέρους του ανθρώπου της μοναδικής και αναγκαίας τάξης των αντικειμένων. Ο ναός αυτός είναι συνεπώς γνωστός ως τέτοιος, επειδή αντιλαμβανόμαστε τη μορφή του, δηλαδή τη διάταξη των ιδιοτήτων του.
Σχηματική παράσταση του τύπου μεταφυσικής φιλοσοφικής γνώσης που προέρχεται από τον Αριστοτέλη και το σημερινό κριτήριο ερμηνείας της γνωστικής διαδικασίας, που στηρίζεται στην αμοιβαία αλληλεπίδραση των γνωστικών συστημάτων, των σχετικών με τις επιμέρους επιστήμες.
II
(Νομ.).Η γ. ή η άγνοια ενός γεγονότος, πολλές φορές έχει έννομες συνέπειες. Στην περίπτωση π.χ. ακύρωσης δικαιοπραξίας εξαιτίας πλάνης, απάτης ή απειλής τρίτου προβλέπεται και αποζημίωση, εκτός αν το πρόσωπο που ζημιώθηκε, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πλάνη, την απάτη κλπ. Επίσης οι συνέπειες πολλών ελλείψεων στις δικαιοπραξίες, εξαρτώνται από τη γ. ή την αδικαιολόγητη άγνοια του ευθυνόμενου. Η βασικότερη σημασία όμως για το στοιχείο της γ. βρίσκεται στο ποινικό δίκαιο, γιατί ο δόλος που απαιτείται στα περισσότερα αδικήματα, συνίσταται στη γνώση και τη θέληση της πράξης και του αποτελέσματος, ανάλογα προς κάθε περίπτωση.
* * *
η (AM γνῶσις) [γιγνώσκω]
1. το να γνωρίζει κάποιος κάτι
2. βαθύτερη γνώση η οποία έχει αποκτηθεί με περισυλλογή και μελέτη («πηγή σοφίας και γνώσεως»)
3. φρόνηση, σύνεση («ήτονε δεκοχτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση»)
νεοελλ.
φρ.
1. «βάζω γνώση» — συνετίζομαι
2. «φέρω εις γνώσιν (κάποιου)» — πληροφορώ
3. «λαμβάνω γνώσιν» — πληροφορούμαι
4. «είμαι εν γνώσει» — γνωρίζω, έχω ενημερωθεί
5. «έχουν γνώση οι φύλακες» — έχουν ήδη λάβει τα μέτρα τους εναντίον κάθε επιβουλής
6. «κοντά στον νου κι η γνώση» — η εξυπνάδα πρέπει να συνδυάζεται με σύνεση και προσοχή
7. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — όταν αναγνωρίζεται ένα σφάλμα κάπως αργά
(αρχ.- μσν.) γνώμη, άποψη
αρχ.
1. δικαστική έρευνα
2. γνωριμία (με κάποιο πρόσωπο) («γνῶσις πρός τινα»)
3. υπόληψη, φήμη
4. σαρκική ένωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γνώση — η 1. ηγνωριμία των πραγμάτων, η πείρα, η σοφία: Έχει πολλές γνώσεις πάνω στην ιατρική. 2. η σύνεση, η φρονιμάδα: Κοντά στο νου κι η γνώση (παροιμ.). – Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώση — γνώ̱ση , γνῶσις seeking to know fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώσῃ — γιγνώσκω come to know fut ind mid 2nd sg γνώ̱σηι , γνῶσις seeking to know fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • γνώσηι — γνώσῃ , γιγνώσκω come to know fut ind mid 2nd sg γνώ̱σηι , γνῶσις seeking to know fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”